Συγκλητική

Συγκλητική
Αγία της Αν. και της Δυτ. Εκκλησίας, που γιορτάζεται στις 5 Ιανουαρίου. Ήταν κόρη πλούσιων γονέων, κάτοικος της Αλεξάνδρειας. Μοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς και έγινε μοναχή. Η μόρφωση της ήταν μεγάλη, γεγονός που παρακίνησε το Μέγα Αθανάσιο να της γράψει εγκώμιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκλητικῇ — συγκλητικός of senatorial rank fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλητική — συγκλητικός of senatorial rank fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλητικός — ή, ό / συγκλητικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκλητος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική τάξη» β. «συγκλητικοί πατέρες» τα μέλη τής ρωμαϊκής συγκλήτου) 2. το αρσ. ως ουσ. ο συγκλητικός μέλος τής ρωμαϊκής συγκλήτου 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • Apollinaris Syncletica, S. (1) — 1S. Apollinaris Syncletica, V. (5. Jan.) Lat. Apollinaris = dem Apollo geweiht etc. – Die hl. Jungfrau Apollinaris war nach einem gleichzeitigen Schriftsteller bei Metaphrastes die Tochter des Kaisers Anthemius. Uebrigens war dieser Anthemius… …   Vollständiges Heiligen-Lexikon

  • ευγενία — I (2ος; ή 3ος; μ.Χ.). Ρωμαία ευγενής. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αλεξάνδρεια, όπου μελέτησε ρωμαϊκή και ελληνική φιλολογία. Διαβάζοντας τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, την προσέλκυσε ο χριστιανισμός. Μεταμφιέστηκε τότε σε άντρα… …   Dictionary of Greek

  • λεγάτος — Πρέσβης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τον οποίο έστελνε η Σύγκλητος ή ο αυτοκράτορας ως αντιπρόσωπο σε μια άλλη χώρα ή σε μια περιοχή του κράτους, με ορισμένη αποστολή, για την οποία λογοδοτούσε όταν επέστρεφε στη Ρώμη. Ο λ. ήταν ιερό πρόσωπο. Λ.… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Απολλιναρία — (457 – 474 μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, κόρη του αυτοκράτορα Λέοντα Α’ του Θράκα. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου και είναιγνωστή ως Α. η Συγκλητική …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”